|
|
Επιστ/κή ον/σία:
|
Acanthus spinosus L. 1753
|
Συνώνυμα:
|
|
Οικογένεια:
|
ACANTHACEAE
|
Κοινή ον/σία:
|
Άκανθος ο ακανθώδης
|
Ετυμολογία:
|
Acanthus > ρίζα ακ- (μυτερός, αιχμηρός) + άνθος > άκανθος > άκανθα > άκανος. Φυτό με φύλλα ή άνθη αιχμηρά, βελονοειδή, ακανθώδη. ** spinosus, -a, um > spina, άκανθα, αγκάθι = ακανθώδης
|
Υψόμετρο:
|
έως 1200μ
|
Ενδιαίτημα
|
Πετρώδεις πλαγιές, Πετρώδεις θαμνότοποι, Ακαλλιέργητοι αγροί και όρια καλλιεργούμενων αγρών, Ελαιώνες, Θέσεις με ανθρωπογενή επιβάρυνση – άκρες δρόμων, Πλαγιές - πρανή δρόμων
|
Ενδημικό
|
Όχι
|
Προστασία::
|
|
Κατάσταση:
|
Κοινό
|
Γεωγραφική εξάπλωση:
|
Ευρεία κατανομή, Θρυπτή, Πάρνων
|
Μεσογειακό φυτό. Πολυετής πόα με φύλλα αντίθετα, πτεροσχιδή με λοβούς αγκαθωτούς και προεξέχοντα νεύρα που είναι συγκεντρωμένα στη βάση του φυτού όπου σχηματίζουν πυκνό ρόδακα διαμέτρου σχεδόν 50 εκ. Με το όνομα «άκανθα» ο Θεόφραστος αναφέρει αρκετά φυτά, ανάμεσά τους και ξενικά, με κοινό χαρακτηριστικό τα αγκαθένια φύλλα. Η Acanthus spinosusς πιθανολογείται ότι είναι η «Άκανθα Κεάνωνος» του Θεόφραστου.
|