|
Ενδημικός της νότιας Ελλάδας. Πήρε το όνομά του από τους χιτώνες του βολβού του που είναι λείοι. Εδώδιμος με γεύση κάστανου, στην Σαντορίνη ονομάζεται «καστανίδα» και στην Αμοργό «γούλα». Τον βρίσκουμε σε όλα τα βουνά της Αττικής, την νότια Εύβοια, ανατολική και νοτιοανατολική Πελοπόννησο, Κύθηρα, Κρήτη και σχεδόν σε όλα τα νησιά των Κυκλάδων (Αμοργό, Άνδρο, Ανάφη, Δήλο, Ηρακλειά, Κέα, Κύθνο, Μύκονο, Νάξο, Πάρο, Σαντορίνη, Σίφνο, Σύρο, Τήνο). Βιότοπος: πετρώδεις περιοχές, βραχώδεις θέσεις, ρωγμές βράχων, διάκενα πευκοδασών. Τα άνθη, που συνήθως είναι εύοσμα, παρουσιάζουν χρωματική ποικιλομορφία: λευκά, μοβ-ρόδινα, λιλά, δίχρωμα (Αμοργός, Ηρακλειά). Στην Κρήτη συνήθως είναι λευκά. Ανεξάρτητα από το χρωματισμό, εξωτερικά το περιάνθιο έχει μία έως τρεις βιολετί ραβδώσεις με λεπτές πλευρικές ραβδώσεις στα τρία εξωτερικά τέπαλα, κάτι που αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο. Λαιμός κίτρινος. Στίγματα στύλου κίτρινα ή πορτοκαλί που διαχωρίζονται δενδροειδώς σε πολλά νημάτια. Ανθήρες λευκοί. Ανθίζει από τον Οκτώβριο, σε υψόμετρα από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.500 μέτρα. Η ανθοφορία του διαρκεί μέχρι τα μέσα του χειμώνα, ιδίως στις Κυκλάδες. Στην ορεινή Νάξο και την ορεινή Άνδρο ανθίζει την άνοιξη.
|