Πρόκειται για την πιο κοινή από της μολόχες και αυτήν που κατά κύριο λόγο συλλέγεται για φαρμακευτικούς σκοπούς. Είναι φυτό σχεδόν πανομοιότυπο με την Lavatera cretica με την οποία μοιάζουν τόσο στα φύλλα όσο και στα άνθη, διαφέρουν όμως στους λοβούς του κάλυκα που εδώ είναι πολύ πιο στενοί. Είναι φυτό που ζει τουλάχιστον δύο χρόνια και απαντάται σε φράκτες, άκρες δρόμων και σε χέρσες τοποθεσίες. Διατηρούμε το αρχαίο της όνομα «μολόχη», που θεωρείται άγνωστης ετυμολογίας. Οι αρχαίοι την συνέδεαν με το ρήμα «μαλάσσω» και ίσως να είχαν δίκαιο, αν σκεφτούμε ότι τα νωπά φύλλα της τα χρησιμοποιούμε και σήμερα για τα οδυνηρά τσιμπήματα μελισσών και σφηκών, μαλάσσοντας με αυτά το δέρμα μας. Η μολόχα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα σε δερματικές παθήσεις, φλεγμονές, συνάχι, γαστρεντερίτιδα. Γενικά, θεωρείται ότι τα φύλα (και αποξηραμένα) έχουν μαλακτικές, αποχρεμπτικές, στυπτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες. Η άγρια μολόχα είναι βρώσιμη και λαχανεύεται. Ήδη όμως από την αρχαιότητα ο Ησίοδος την θεωρούσε τροφή των φτωχών. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι πάντως την καλλιεργούσαν ως βρώσιμο λαχανικό. Οι Πυθαγόρειοι την έτρωγαν γιατί ήταν ελαφριά στο στομάχι κι άφηνε ελεύθερη την σκέψη. Την τρώνε ακόμα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, αλλά πλέον είναι παραμελημένη ίσως γιατί είναι πολύ κοινή. Στην Κάσο την κάνουν ντολμάδες και στην Τήνο βάζουν τα χοντρά βλαστάρια της σε ομελέτες. *** Ο Μανουήλ Βερνάρδος από το Ρέθυμνο ήταν τυπογράφος, νομομαθής, μέλος της Φιλικής Εταιρίας και αγωνιστής στην Επανάσταση του 1821. Κάποτε αναγκάστηκε να ζήσει 6 βδομάδες σε ένα ξωκκλήσι στη Σκύρο, έπαθε κρυοπαγήματα κι έγραψε: «Ψωμί και μολοχόφυλλα εις εν αγγείον βάζω, στο παγωμένο δάκτυλο ιατρικόν το βάζω». Τα στιχουργήματά του εκδόθηκαν στη Σύρο το 1834 με τίτλο «Δεινολογία»
|