Είναι φρύγανο με βλαστούς όρθιους και φύλλα χνουδωτά, καρδιοειδή, αντίθετα, σε όλο το μήκος του βλαστού, τα κατώτερα με μικρό μίσχο, τα ανώτερα επιφυή. Άνθη λευκά με μεγάλους στήμονες σε πυκνούς κορύμβους. Είναι μια από τις μορφές της κοινής ρίγανης που συλλέγεται μαζί με το άλλο, λίγο πολύ παρόμοιο είδος (O. vulgare), και χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική. Σε πετρώδεις περιοχές και πρανή.
Η ονομασία του γένους προέρχεται από τα ελληνικά όρος+γανώ (λάμπω, χαίρομαι), ενώ αυτή του επιθέτου πιθανόν αναφέρεται στην ομοιότητα των μπουμπουκιών του φυτού με τις καβαλίνες, τα κόπρανα του όνου (=ονίς στα αρχαία ελληνικά).
Η ρίγανη έχει ξεχωριστή στην ζωή των Ελλήνων από την απώτερη αρχαιότητα. Η ίδια η λέξη ρίγανη είναι πανάρχαια και γι’ αυτό σκοτεινής ετυμολογίας. Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν σαν άρτυμα στη μαγειρική, φάρμακο και συστατικό για αρώματα. Ο Ιππποκράτης το συνιστούσε για οφθαλμικές παθήσεις και στα κρυολογήματα. Χρησιμοποιούνται τα φύλλα, νωπά ή αποξηραμένα. Η ρίγανη θεωρείται ισχυρό μικροβιοκτόνο και αντιοξειδωτικό βότανο. Είναι ευστόμαχη, διουρητική, εμμηναγωγή και αντισπασμωδική. Στην ελληνική κουζίνα η αποξηραμένη ρίγανη πρωταγωνιστεί ως άρτυμα. Πολλά φαγητά βραστά, φούρνου και σχάρας γίνονται λαδορίγανη.
|