Ο ζοχός (Sonchus oleraceus) τρώγεται από τόσο παλιά στην Ελλάδα, ώστε το όνομα του είναι αδύνατο να ετυμολογηθεί. Ο Θεόφραστος τον αναφέρει «σόγκο» και οι βυζαντινοί τον έλεγαν «σόνχο». Σήμερα, η κοινή του ονομασία είναι ζοχός. Στη Κρήτη λέγεται «τσόχος» και σε ορισμένες περιοχές «γαλατσίδα» από τον γαλακτώδη χυμό υγρό που τον διατρέχει. Ο γαλακτώδης χυμός και τα φύλλα που γυρίζουν προς τα μέσα θεωρούνται από την αρχαιότητα ως αναγνωριστικά στοιχεία των φαρμακευτικών αλλά ταυτόχρονα και βρώσιμων χόρτων.
Τα φύλλα, ο βλαστός και ο χυμός του ζοχού περιέχουν πρωτεΐνες, κάλιο, σίδηρο, ασκορβικό οξύ, ριβοφλαβίνη, νιασίνη, θειαμίνη και άλλες ουσίες και ιχνοστοιχεία. Από τον ελληνικό λαό θεωρείται ότι κάνει καλό σχεδόν στα πάντα και ότι συμβάλει στην ευεξία του οργανισμού. Πολλοί Έλληνες, μάλιστα, δεν παραλείπουν να πίνουν το ζωμό του ζοχού, καυτό με μπόλικο λεμόνι, γιατί θεωρείται καθαρτικός, τονωτικός και αναζωογονητικός.
Ο ζοχός τρώγεται βραστή σαλάτα με ελαιόλαδο και λεμόνι. Μπαίνει σε μικρές ποσότητες, λόγω της ιδιαίτερης γεύσης του, σε πολλές χορτόπιτες με άλλα χόρτα και σε συνδυασμό γεύσεων.
Ο ζοχός φυτρώνει σε καλλιεργημένα ή χέρσα χωράφια, στις παρυφές των δρόμων και σε όχθες. Διασπείρεται πολύ εύκολα και φυτρώνει ακόμα και μέσα σε οικισμούς. Συλλέγεται κυρίως τον χειμώνα, όταν τα βλαστάρια του είναι τρυφερά.
*** Ο αρχαίος Αντιφάνης γράφει ότι «το δείπνο μας είναι μια κριθαρένια πίτα, κάποιος βολβός κι ένα νόστιμο πιάτο με ζοχούς ή μανιτάρια».
.